Το forum του μεταφυσικού  

Επιστροφή   Το forum του μεταφυσικού > Συζητήσεις > Ψυχικά Φαινόμενα – Μεταφυσική –Αποκρυφισμός

Απάντηση στο θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Τρόποι εμφάνισης
  #51  
Παλιά 11-12-19, 16:21
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Ο θηλυκός βρυκόλακας...

Το Μανάους είναι η μεγαλύτερη πόλη της Βόρειας Βραζιλίας και πρωτεύουσα της πολιτείας Αμαζόνας.

Εκεί, το 1967, η Αστυνομία απασχολήθηκε με την υπόθεση μίας ξανθιάς
γυναίκας, η οποία, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, κυκλοφορούσε με κοντή
φούντα και μαύρο καλσόν και επιτίθονταν κατά τις βραδινές ώρες στους περαστικούς.
Η γυναίκα αυτή έμεινε γνωστή ως ο “θηλυκός βρυκόλακας”.

Οι πληροφορίες έλεγαν ότι η άγνωστη γυναίκα είχε μεγάλα και αιχμηρά δόντια.
Δύο μικρά κυκλικά σημάδια βρέθηκαν κοντά στην καρωτίδα ενός παιδιού, θύματος του “βρυκόλακα”.

Όπως έγινε γνωστό, από τους τριάντα αστυνομικούς στους οποίους ανατέθηκε
η διερεύνηση της υπόθεσης, οι δεκαεπτά δήλωσαν αποχή από αυτήν.


Η είδηση δημοσιεύθηκε σε άρθρο της εφημερίδας “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 09/11/1967…




Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #52  
Παλιά 11-12-19, 16:37
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Ο βρυκόλακας του Πύργου της Δραμαλούς…

Ενα εκπληκτικό πρωτοσέλιδο άρθρο, λαογραφικού περιεχομένου,
δημοσιεύθηκε στις 09/06/1896 στην εφημερίδα “ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ”.
Η ιστορία, λοιπόν, έχει ως εξής:


Στο χωριό Δραμαλού, υπήρχε ένας πύργος ολόχοντρος, ισοκατέβατος, με
μαυρισμένα από την πολυκαιρία τείχη.
Τα θεμέλιά του περιστοιχίζονταν από αγκαθωτά και θρεμμένα βάτα, σε τόση
πυκνότητα και εύρος, ώστε η πύλη του πύργου να είναι αθώρητη και απροσπέλαστη.

Ολόγυρα απΆ τα άγρια βάτα, βλάστιζαν περιμετρικά του πύργου άπειρες συκιές,
παραμελήμενες και ακλάδευτες για πολλά χρόνια.
Ανθρώπινο πόδι δεν είχε πατήσει τον πυκνό τους ίσκιο κι ανθρώπινο στόμα δεν
είχε γευτεί τη γλύκα τους.
Τα σύκα μεγάλωναν στην εποχή τους και στην ωριμότητά τους γίνονταν
ανθρώπινα κεφάλια, που κρέμονταν από τα κλαδιά τους!
Μόνο το στοιχειό του πύργου κατέβαινε κι έτρωγε τους απαίσιους αυτούς καρπούς…
Κανείς δεν πλησίαζε τον πύργο.
Πολλοί είχαν να αφηγηθούν σκοτεινές ιστορίες για τα αερικά που κυρίευαν τα
ανήλιαγα υπόγειά του.
Κάποιος κάτοικος του χωριού με το όνομα Λίακας, αποφάσισε να αποδείξει την αντρειοσύνη του.
Πήγε δυο φορές μέχρι τον Πύργο της Δραμαλούς και γέμισε μια σακούλα με τα
ανθρωποκέφαλα που φύτρωναν πάνω στις στοιχειωμένες συκιές.

Τα έφερε τότε στο καφενείο του χωριού και τα έδειξε στους συγχωριανούς
του, οι οποίοι σταυροκοπιόνταν, μένοντας με το στόμα ανοιχτό.
Από τότε άρχισε να καυχιέται διαρκώς για το κατόρθωμά του και υποστήριζε
πως δεν υπήρχε πια τίποτα που να τον τρομάζει.
Διαλαλούσε ότι είχε νικήσει ολότελα τον φόβο!
Έτσι, αποδέχτηκε το στοίχημα που έβαλαν οι συγχωριανοί στον καυχησιάρη
Λίακα, για να πάει στο Πύργο και να παλέψει με το στοιχειό που ζούσε εκεί.

Έφαγε καλά, καρδάμωσε, ήπιε πολύ για να βρει το θάρρος, πήρε τα άρματά
του και κίνησε για τρίτη φορά να πάει στις χολωμένες τις συκιές, να κόψει
ανθρωποκέφαλα και να τα βάλει με τον στοιχειωμένο κύρη τους.

Δυο–τρεις χωριανοί τον συνόδεψαν ως τον Πύργο, από φόβο μην τυχόν και
τους γελάσει ο αλαζόνας Λίακας.
Πέρασαν όμως οι ώρες…
Σουρούπωσε και ο Λίακας δε φαινόταν πουθενά.
Με καρδιοχτύπι και τρομάρα επέστρεψαν λαχανιασμένοι στο χωριό, όπου
πήγαν ευθύς στο σπίτι του παπα-Ξυδέα. Ξέπνοοι, του ομολόγησαν όλα όσα είχαν προηγηθεί.
Ο παπάς άρπαξε το θυμιατό και τον Εσταυρωμένο, πέρασε γύρω απΆ τον λαιμό
του το πετραχήλι του και όλοι μαζί ξεκίνησαν για τον στοιχειωμένο πύργο.

Όταν έφτασαν εκεί, άρχισε ο παπάς να ψέλνει και να λέει λόγια της Παναγιάς.
Ταυτοχρόνως, έκοβαν τα θεριεμένα βάτα, έψαχναν μέσα στις αιμοβόρες
συκιές, ώσπου τον βρήκαν τον άμοιρο, τούμπανο, κάτω από μια βδελυρή συκιά, πρησμένο όσο δε βάνει ο νους…


Μόλις διαπίστωσαν πως ο Λίακας ήταν ακόμη ζεστός, ο παπα-Ξυδέας άρχισε τον εξορκισμό.
Καθώς ο δύσμοιρος δεν συνερχόταν, αποφάσισαν να τον κουβαλήσουν μέχρι το χωριό.
Εκεί ο παπάς είπε όλες τις ευχές που ήξερε κι όλες τις ψαλμωδίες.
Αλλά μάταια…
Τα αερικά και τα τελώνια δεν σκόπευαν να εγκαταλείψουν το πρησμένο του κουφάρι.

Ο παπα-Ξυδέας ανακοίνωσε στους συντοπίτες του πως το πιο συνετό που είχαν
να κάνουν ήταν να τον θάψουν, παρόλο που ήταν ακόμη ζεστός, για να μην προλάβει να βρυκολακιάσει.
Έφτασαν μεσάνυχτα στο κοιμητήρι, έσκαψαν κατάβαθο λαγούμι, τον
πετροχώνιασαν κιόλας, για να μη μπορεί, βρυκολακιασμένος, να βγει στον απάνω κόσμο.

Στα εννιάμερα του νεκρού, η γυναίκα του πήγε στο μνήμα του μαζί με τον παπα-Ξυδέα.

Τότε, είδαν πάνω στον τάφο του έναν τεράστιο σκύλο με κόκκινη τρίχα
ολόρθη, με μάτια κάρβουνο, αγριεμένο, να δείχνει τα βρωμερά του δόντια.


Σταυροκοπήθηκαν μεμιάς από την τρομάρα και ο σκύλος αμέσως σβήστηκε σαν θέαμα από μπρος τους.
Από τότε, κάθε φορά που ο παπάς πήγαινε στο νεκροταφείο, έβλεπε πάντα
τον ίδιο σκύλο με την τρίχα ορθή, πάνω στο μνήμα του Λίακα.
Σιγά σιγά έπαψε να πηγαίνει στο κοιμητήρι μονάχος του κι όλο και πιο συχνά
κλεινόταν στο σπίτι του διαβάζοντας τις ¶γιες Γραφές του.

Το βράδυ πριν από τα Σαράντα του μακαρίτη, η χήρα του ετοιμαζόταν για τη
μικρή τελετή στη μνήμη του νεκρού της. ¶κουσε τότε την απόκοσμη φωνή του:
“Γιατί με θάψατε ζωντανό;
Γιατί;”


Το διπλαμπαρωμένο μάνταλο εκσφενδονίστηκε μακριά και η δόλια γυναίκα αλαφιάστηκε.
Μπροστά της παρουσιάστηκε ο άντρας της, τυλιγμένος στο λευκό του σάβανο
κι από παντού πάνω του να κρέμονται σκουλήκια.

Έκατσε στο τραπέζι, στη συνηθισμένη του τη θέση κι άρχισε να τρώει ό,τι έβρισκε εμπρός του.
Η γυναίκα του ούρλιαξε και ξαναούρλιαξε, ώσπου ξύπνησε όλο το χωριό και
την είδαν για μια τελευταία φορά να τρέχει τρελή, ολότρελη, με βλέμμα χαμένο.
Κανείς δεν την είδε ποτέ ξανά.
Την ίδια βραδιά οι κάτοικοι του χωριού βρήκαν και τον παπα-Ξυδέα νεκρό, με
μάτια γουρλωμένα, με πρόσωπο αγριεμένο και τη γλώσσα του να κρέμεται μια
σπιθαμή έξω από το μαύρο στόμα του, έχοντας δυο μελανά σημάδια στο λαιμό του.

Μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν, ξεκληρίστηκε ολόκληρη η γενιά του
βρυκόλακα της Δραμαλούς κι απόμεινε μονάχα ο αχός της θλιβερής του ιστορίας…




Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #53  
Παλιά 11-12-19, 16:52
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Ο βρυκόλακας του Πύργου της Δραμαλούς…

Ενα εκπληκτικό πρωτοσέλιδο άρθρο, λαογραφικού περιεχομένου,
δημοσιεύθηκε στις 09/06/1896 στην εφημερίδα “ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ”.
Η ιστορία, λοιπόν, έχει ως εξής:


Στο χωριό Δραμαλού, υπήρχε ένας πύργος ολόχοντρος, ισοκατέβατος, με
μαυρισμένα από την πολυκαιρία τείχη.
Τα θεμέλιά του περιστοιχίζονταν από αγκαθωτά και θρεμμένα βάτα, σε τόση
πυκνότητα και εύρος, ώστε η πύλη του πύργου να είναι αθώρητη και απροσπέλαστη.

Ολόγυρα απΆ τα άγρια βάτα, βλάστιζαν περιμετρικά του πύργου άπειρες συκιές,
παραμελήμενες και ακλάδευτες για πολλά χρόνια.
Ανθρώπινο πόδι δεν είχε πατήσει τον πυκνό τους ίσκιο κι ανθρώπινο στόμα δεν
είχε γευτεί τη γλύκα τους.
Τα σύκα μεγάλωναν στην εποχή τους και στην ωριμότητά τους γίνονταν
ανθρώπινα κεφάλια, που κρέμονταν από τα κλαδιά τους!
Μόνο το στοιχειό του πύργου κατέβαινε κι έτρωγε τους απαίσιους αυτούς καρπούς…
Κανείς δεν πλησίαζε τον πύργο.
Πολλοί είχαν να αφηγηθούν σκοτεινές ιστορίες για τα αερικά που κυρίευαν τα
ανήλιαγα υπόγειά του.
Κάποιος κάτοικος του χωριού με το όνομα Λίακας, αποφάσισε να αποδείξει την αντρειοσύνη του.
Πήγε δυο φορές μέχρι τον Πύργο της Δραμαλούς και γέμισε μια σακούλα με τα
ανθρωποκέφαλα που φύτρωναν πάνω στις στοιχειωμένες συκιές.

Τα έφερε τότε στο καφενείο του χωριού και τα έδειξε στους συγχωριανούς
του, οι οποίοι σταυροκοπιόνταν, μένοντας με το στόμα ανοιχτό.
Από τότε άρχισε να καυχιέται διαρκώς για το κατόρθωμά του και υποστήριζε
πως δεν υπήρχε πια τίποτα που να τον τρομάζει.
Διαλαλούσε ότι είχε νικήσει ολότελα τον φόβο!
Έτσι, αποδέχτηκε το στοίχημα που έβαλαν οι συγχωριανοί στον καυχησιάρη
Λίακα, για να πάει στο Πύργο και να παλέψει με το στοιχειό που ζούσε εκεί.

Έφαγε καλά, καρδάμωσε, ήπιε πολύ για να βρει το θάρρος, πήρε τα άρματά
του και κίνησε για τρίτη φορά να πάει στις χολωμένες τις συκιές, να κόψει
ανθρωποκέφαλα και να τα βάλει με τον στοιχειωμένο κύρη τους.

Δυο–τρεις χωριανοί τον συνόδεψαν ως τον Πύργο, από φόβο μην τυχόν και
τους γελάσει ο αλαζόνας Λίακας.
Πέρασαν όμως οι ώρες…
Σουρούπωσε και ο Λίακας δε φαινόταν πουθενά.
Με καρδιοχτύπι και τρομάρα επέστρεψαν λαχανιασμένοι στο χωριό, όπου
πήγαν ευθύς στο σπίτι του παπα-Ξυδέα. Ξέπνοοι, του ομολόγησαν όλα όσα είχαν προηγηθεί.
Ο παπάς άρπαξε το θυμιατό και τον Εσταυρωμένο, πέρασε γύρω απΆ τον λαιμό
του το πετραχήλι του και όλοι μαζί ξεκίνησαν για τον στοιχειωμένο πύργο.

Όταν έφτασαν εκεί, άρχισε ο παπάς να ψέλνει και να λέει λόγια της Παναγιάς.
Ταυτοχρόνως, έκοβαν τα θεριεμένα βάτα, έψαχναν μέσα στις αιμοβόρες
συκιές, ώσπου τον βρήκαν τον άμοιρο, τούμπανο, κάτω από μια βδελυρή συκιά, πρησμένο όσο δε βάνει ο νους…


Μόλις διαπίστωσαν πως ο Λίακας ήταν ακόμη ζεστός, ο παπα-Ξυδέας άρχισε τον εξορκισμό.
Καθώς ο δύσμοιρος δεν συνερχόταν, αποφάσισαν να τον κουβαλήσουν μέχρι το χωριό.
Εκεί ο παπάς είπε όλες τις ευχές που ήξερε κι όλες τις ψαλμωδίες.
Αλλά μάταια…
Τα αερικά και τα τελώνια δεν σκόπευαν να εγκαταλείψουν το πρησμένο του κουφάρι.

Ο παπα-Ξυδέας ανακοίνωσε στους συντοπίτες του πως το πιο συνετό που είχαν
να κάνουν ήταν να τον θάψουν, παρόλο που ήταν ακόμη ζεστός, για να μην προλάβει να βρυκολακιάσει.
Έφτασαν μεσάνυχτα στο κοιμητήρι, έσκαψαν κατάβαθο λαγούμι, τον
πετροχώνιασαν κιόλας, για να μη μπορεί, βρυκολακιασμένος, να βγει στον απάνω κόσμο.

Στα εννιάμερα του νεκρού, η γυναίκα του πήγε στο μνήμα του μαζί με τον παπα-Ξυδέα.

Τότε, είδαν πάνω στον τάφο του έναν τεράστιο σκύλο με κόκκινη τρίχα
ολόρθη, με μάτια κάρβουνο, αγριεμένο, να δείχνει τα βρωμερά του δόντια.


Σταυροκοπήθηκαν μεμιάς από την τρομάρα και ο σκύλος αμέσως σβήστηκε σαν θέαμα από μπρος τους.
Από τότε, κάθε φορά που ο παπάς πήγαινε στο νεκροταφείο, έβλεπε πάντα
τον ίδιο σκύλο με την τρίχα ορθή, πάνω στο μνήμα του Λίακα.
Σιγά σιγά έπαψε να πηγαίνει στο κοιμητήρι μονάχος του κι όλο και πιο συχνά
κλεινόταν στο σπίτι του διαβάζοντας τις ¶γιες Γραφές του.

Το βράδυ πριν από τα Σαράντα του μακαρίτη, η χήρα του ετοιμαζόταν για τη
μικρή τελετή στη μνήμη του νεκρού της. ¶κουσε τότε την απόκοσμη φωνή του:
“Γιατί με θάψατε ζωντανό;
Γιατί;”


Το διπλαμπαρωμένο μάνταλο εκσφενδονίστηκε μακριά και η δόλια γυναίκα αλαφιάστηκε.
Μπροστά της παρουσιάστηκε ο άντρας της, τυλιγμένος στο λευκό του σάβανο
κι από παντού πάνω του να κρέμονται σκουλήκια.

Έκατσε στο τραπέζι, στη συνηθισμένη του τη θέση κι άρχισε να τρώει ό,τι έβρισκε εμπρός του.
Η γυναίκα του ούρλιαξε και ξαναούρλιαξε, ώσπου ξύπνησε όλο το χωριό και
την είδαν για μια τελευταία φορά να τρέχει τρελή, ολότρελη, με βλέμμα χαμένο.
Κανείς δεν την είδε ποτέ ξανά.
Την ίδια βραδιά οι κάτοικοι του χωριού βρήκαν και τον παπα-Ξυδέα νεκρό, με
μάτια γουρλωμένα, με πρόσωπο αγριεμένο και τη γλώσσα του να κρέμεται μια
σπιθαμή έξω από το μαύρο στόμα του, έχοντας δυο μελανά σημάδια στο λαιμό του.

Μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν, ξεκληρίστηκε ολόκληρη η γενιά του
βρυκόλακα της Δραμαλούς κι απόμεινε μονάχα ο αχός της θλιβερής του ιστορίας…




Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #54  
Παλιά 13-12-19, 12:53
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Οι θρύλοι της καταβόθρας στο Στείρι Βοιωτίας
Ο δράκοντας και ο βρυκόλακας…


ιζωμένη ανάμεσα σε δυο φημισμένα ελληνικά βουνά, τον Παρνασσό και τον
Ελικώνα, βρισκόταν μια χλοϊσμένη κοιλάδα.
Στα βόρεια της κοιλάδας αυτής περνούσε ένας παλιός δρόμος, που έφερνε
στην αρχαία Τρικέλευθο, στη θέση που ο τραγικός Οιδίποδας σκότωσε τον
πατέρα του, τον Λάιο.

Εκεί ακριβώς ανοιγόταν ένα φοβερό βάραθρο, μέσα στο οποίο κατρακυλούσαν
αφρίζοντα όλα τα νερά από τα τριγύρω επιβλητικά βουνά.
Οι ντόπιοι διηγούνταν πολλά για το βάραθρο ετούτο και ανέφεραν ονόματα
ανθρώπων που έπεσαν μέσα από δική τους απροσεξία ή που τους έριξαν μέσα χέρια ληστών και δολοφόνων.

Σκύβοντας κανείς, μπορούσε να δει στο βάθος να ασπρίζουν μακάβριοι σωροί
από κόκαλα ανθρώπων και ζώων, που τα τραβούσε κάτω το ορμητικό νερό.
Οι ντόπιοι, μάλιστα, έλεγαν ότι κάποτε, που γίνηκε μια πλημμύρα μεγάλη στην
κοιλάδα, τα νερά γέμισαν το βάραθρο ίσαμε πάνω και τότε, κάτι το περίεργο συνέβη…

Στο στόμιο του βαράθρου σχηματίστηκε ένας βαθύς νεροστρόβιλος, μια άγρια δίνη.
Τα νερά, με ό,τι είχαν συμπαρασύρει στο διάβα τους, στριφογύριζαν
δαιμονιωδώς και τέλος, ρουφιόντουσαν με βρόντο και ρόχθο, σαν να τα
κατάπινε στόμα τέρατος της Κολάσεως.

Έπειτα, έγινε το αντίθετο.
Ο νεροστρόβιλος ανέβαινε μανιασμένος από τον πάτο του βαράθρου, όπως η
φωτιά της Αίτνας και ξερνούσε, όπως η Χάρυβδη, τα λείψανα που είχε χωνέψει το νερό.

Σε μια τέτοια τρομερή πλημμύρα, λοιπόν, αναδύθηκαν στην επιφάνεια και
ξεχύθηκαν στην κοιλάδα πλήθος κόκαλα, μαζί με σαπισμένες σάρκες και κρανία
ζώων και ανθρώπων, άσπρα σαν το χιόνι.

Και η ακατάπαυστη φαντασία των χωρικών είδε τότε πολλά τέρατα και σημεία.
Σχετική είναι η εξής παράδοση:
Ένα πελώριο φίδι, ένα ακατανόμαστο ερπετό, ένας σαραντάπηχος δράκοντας,
με ράχη αγκαθωτή, σκαρφάλωσε από το βάραθρο και φώλιασε στην κοιλάδα.
Σύριζε ανελέητα, νύχτα και μέρα.
Το πλάσμα τούτο διέσχιζε όχι μονάχα τα νερά της λίμνης που συσσωρεύθηκαν
απΆ την πλημμύρα, αλλά έτρεχε κι έξω απΆ αυτή, σερνάμενο με την κοιλιά ή
ορμώντας καταπάνω σε ζώα και ανθρώπους, κατασπαράζοντάς τους.

Ο δράκοντας αυτός, που θύμιζε τους δεινόσαυρους της προϊστορικής εποχής,
κατέφαγε πολλούς κατοίκους από το Δίστομο και το Στείρι.
Και παραλίγο να ρημάξει και να εξαφανίσει και τα δυο χωριά, γιατί, όσοι
κατόρθωσαν να ξεφύγουν από το στόμα του αιμοβόρου δράκου, σκόρπισαν απΆ
τα σπίτια τους και ανέβηκαν στις γύρω βουνοκορφές.

Όταν επιτέλους το βάραθρο κατάπιε όλα τα νερά και ξαναφανερώθηκε η
χλοερή κοιλάδα, ο δράκοντας με την αγκαθωτή ράχη χάθηκε πια και οι
κάτοικοι ξαναγύρισαν ήσυχοι στα πατρογονικά τους σπίτια.

Συνεχιζεται..

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #55  
Παλιά 13-12-19, 13:07
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Συνέχεια....

Υπάρχει, όμως, και μια ακόμη τραγική ιστορία, που διαδραματίστηκε κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας.

Οι κάτοικοι στο Στείρι Βοιωτίας και οι μοναχοί της ιστορικής Μονής του Οσίου
Λουκά φιλονικούσαν πάντοτε για τα όρια των μοναστηριακών κτημάτων.
Οι Στειριώτες, επειδή νόμιζαν ότι οι καλόγεροι τους αδίκησαν, καταπατώντας
τα χωράφια τους, έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη κάποιον ονόματι Πέτρο
Κασίμη, που ήταν πρόκριτός τους, ώστε να ενεργήσει σχετικώς στην Υψηλή
Πύλη για να βρουν το δίκιο τους.

Ο Πέτρος Κασίμης, λοιπόν, κίνησε για την Πόλη, κουβαλώντας χρήματα και
πεσκέσια πολλά στους πασάδες και στους άλλους ισχυρούς Οθωμανούς.
Πράγματι, έφτασε στην Πόλη, μοίρασε τα δώρα όπως καλύτερα μπορούσε και
κατόρθωσε να βγάλει Σουλτανικό Φιρμάνι, που αναγνώριζε τα δικαιώματα των συγχωριανών του.

Όταν ο Κασίμης επέστρεψε στο Στείρι, ζήτησε από τους κατοίκους να του
πληρώσουν αναλογικά τα έξοδα που έκανε για την κοινή τους υπόθεση.

Μα, οι Στειριώτες, όχι μόνο δεν ήθελαν να του καταβάλλουν τα έξοδα, αλλά
και τον έβριζαν σπάταλο και πλεονέκτη και στο τέλος, τον ξυλοφόρτωσαν.

Αγανακτισμένος ο Κασίμης, πήγε στο Μοναστήρι, τα συμφώνησε με τους
μοναχούς και πάρθηκε η απόφαση να ξαναπάει στην Κωνσταντινούπολη, για να
ακυρώσει το προηγούμενο φιρμάνι.
Οι καλόγεροι τού έδωσαν όσα χρήματα χρειάζονταν, τον φόρτωσαν με δώρα
και ο πρόκριτος κατάφερε να ακυρώσει το πρώτο το φιρμάνι και να βγει
δεύτερο εις βάρος των χωρικών και προς όφελος της Μονής του Οσίου Λουκά.

Όταν η υπόθεση τελεσφόρησε και έμαθε ότι χαράχτηκαν επίσημα τα νέα
σύνορα στη γη, σύμφωνα με το διάταγμα του Σουλτάνου, και ότι οι καλόγεροι
έγιναν πλέον κάτοχοι των διαμφισβητούμενων κτημάτων, ο Κασίμης
αποφάσισε να επιστρέψει στο Στείρι.

Ετσι, θα λάμβανε κι εκείνος από τους μοναχούς την αμοιβή των κόπων του, θα
εκδικούνταν για τον ξυλοδαρμό του και θα γινόταν αξιοσέβαστος σε ολάκερο τον τόπο.
Μια μέρα, λοιπόν, φάνηκε να έρχεται πάλι στο χωριό ο Πέτρος Κασίμης, ο
λαομίσητος, συνοδευόμενος από μερικούς Τούρκους και λίγους υπηρέτες του,
βέβαιος για τον θρίαμβό του.

Μια νεαρή χωριατοπούλα σκαρφάλωσε σΆ ένα δέντρο και τον αγνάντεψε να ζυγώνει στο χωριό.
Οι Στειριώτες ειδοποιήθηκαν αμέσως ότι αυτός που τους άρπαξε τόσο πονηρά
το βιος, κατέφθανε καμαρωτός και κορδωμένος.
Μεγάλοι και μικροί, ακόμη και γυναίκες, οπλισμένοι με ρόπαλα και αξίνες,
βγήκαν να τον προϋπαντήσουν με άγριες διαθέσεις κοντά στο φοβερό βάραθρο, που το ονόμαζαν “Καταβόθρα”.

Οι συνοδοί του πάσχισαν να τον σώσουν, αλλά η οργή των αδικημένων
χωρικών ήταν τέτοια, που αναγκάστηκαν να τον εγκαταλείψουν μοναχό του,
έρμαιο στα χέρια των οργισμένων. Αφού τον κατέβασαν από το άλογό του,
τον πέταξαν μέσα στην καταβόθρα.
Πρώτη η μάνα του στάθηκε στην άκρη του γκρεμού και πέταξε τον “λίθο του αναθέματος”, λέγοντας:
“Τέτοιο σάβανο σου βάνω εγώ, η ίδια σου η μάνα!”

Κι ύστερα από αυτή, όλοι οι άλλοι έριχναν βροχή τα λιθάρια, με κατάρες και
αναθεματισμούς, με φωνές οργής και μίσους.
Και το λιθοβόλημα συνεχίστηκε για πολύ καιρό από όλους τους διαβάτες των γύρω χωριών της επαρχίας.

“Ανάθεμά σε, προδότη Κασίμη!” έλεγαν περνώντας από το βάραθρο και
ρίχνοντας σΆ αυτό το λιθάρι του αναθέματος ο καθένας.

Διηγούνταν ακόμα ότι ήταν τόσα τα λιθάρια που έπεσαν μέσα στην καταβόθρα,
ώστε τον ακόλουθο χειμώνα τα νερά δεν έβρισκαν διέξοδο και
καταπλημμύρισαν, όχι μόνο την παρακείμενη κοιλάδα, αλλά και τον γειτονικό κάμπο του Διστόμου.
Μάλιστα, η πλημμύρα αυτή κατέστρεψε όλα τα σπαρτά και όλοι οι χωρικοί κινδύνεψαν να πεθάνουν από την πείνα.
Οι παπάδες των γύρω χωριών έλεγαν ότι αυτό ήταν ένα είδος θείας τιμωρίας
για τον άγριο φόνο του Πέτρου Κασίμη και για το ανάθεμα που του έριξαν.

Σιγά-σιγά η μεταμέλεια άρχισε να επιστρέφει στις ψυχές των κατοίκων της
περιοχής, οι οποίοι κατά το καλοκαίρι αποφάσισαν να εξιλεωθούν για τα κρίματά τους.
Δέθηκαν κάποιοι από αυτούς με σχοινιά και κατέβηκαν στην ξερή τότε
καταβόθρα, για να βρουν τα οστά του δυστυχή Κασίμη και να τα θάψουν.
Αλλά δε βρήκαν το παραμικρό.
Αργότερα, έγινε γνωστό ότι ανθρώπινα οστά, ανακατεμένα με σάπιες σάρκες,
ξεβράστηκαν σε μια πηγή, που λεγόταν Κρύα Βρύση και κατέληξαν στον ποταμό Έρκυνα.

Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο Πέτρος Κασίμης έμεινε άλιωτος και έγινε βρυκόλακας.
Από τότε, όταν πέφτει πολλή βροχή, τις άγριες χειμωνιάτικες νύχτες, ο
“αναθεματισμένος”, όπως τον αναφέρουν πια, καβάλα στΆ άλογό του, βογκά κι
αναστενάζει στα σκοτεινά βάθη του βαράθρου, φωνάζοντας γοερά:
“Μάνα, μάνα μου, βγάλε μου το σάβανο!”

Και το άλογο του “αναθεματισμένου” βρυκόλακα, χτυπώντας δυνατά τα
πέταλά του στα κοφτερά λιθάρια, χλιμιντρίζει σαν χίλια άλογα μαζί.
Και οι δαίμονες του βουνού και τα στοιχειά του λόγγου και τα δαιμόνια του
βαράθρου ενώνουν τις στρίγκλικες κραξιές τους με τους θρήνους του βρυκόλακα.
Κι όλη η κοιλάδα γύρω ανατριχιάζει και οι χωρικοί στριμώχνονται στη φωτιά,
πιο πλάι ο ένας στον άλλον…

Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 20/06/1929…



Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #56  
Παλιά 13-12-19, 13:51
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Ο βρυκόλακας του Croglin Grange…

ο 1907 εκδόθηκε το βιβλίο του διάσημου ¶γγλου συγγραφέα Charles George Harper,
με τίτλο “Στοιχειωμένα Σπίτια”,
που πυροδότησε πληθώρα συζητήσεων, αλλά
και αντεγκλήσεων, όπου κι αν διαβάστηκε στον κόσμο.

Το βιβλίο διηγούνταν συνταρακτικές μεταφυσικές ιστορίες, που λάμβαναν
χώρα στα φημισμένα στοιχειωμένα σπίτια της Αγγλίας.
Ειπώθηκαν γεγονότα, που διάβρωναν την κοινή λογική και εμφυσούσαν τον τρόμο για το άγνωστο.

Charles George Harper (1863 – 1943)
Δυο νέοι, οι αδερφοί Fisher είχαν νοικιάσει για μια επταετία, στην περιοχή του
Cumberland, το περίφημο σπίτι Croglin Grange, όπου κατοικούσαν μαζί με την αδερφή τους.
Ένα βράδυ, η δεσποινίς Fisher, μη μπορώντας να κοιμηθεί από τη ζέστη,
καθόταν νωχελικά ακουμπισμένη στα μαξιλάρια του κρεβατιού της και ρέμβαζε
από το παράθυρό της τα φεγγαροφώτιστα δέντρα.

Έξαφνα, παρατήρησε δυο απροσδιόριστες λάμψεις, προερχόμενες από τον
κήπο, να πλησιάζουν προς το μέρος της.
Σε λίγο, μια απόκοσμη σκοτεινή μορφή, με μάτια ολόφωτα, σαν πυρωμένα
κάρβουνα, που έμοιαζε περισσότερο με τέρας παρά με άνθρωπο, προσέγγιζε
απειλητικά το παράθυρό της.

Ο τρόμος την κάρφωσε στο κρεβάτι της, ανήμπορη, σχεδόν παράλυτη.
Αφού τα μέλη της δεν ανταποκρίνονταν, έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια να
βγάλει μια κραυγή, ώστε να ειδοποιηθούν τα αδέρφια της.
Όμως, ούτε κι αυτό δεν το κατάφερε.
Στο μεταξύ, το τερατόμορφο πλάσμα άρχισε να ξύνει τα τζάμια και να αφαιρεί τον στόκο τους.

Τα αδέρφια Fisher αντιμέτωπα με τον βρυκόλακα
Ύστερα από λίγες στιγμές, που έμοιαζαν για αιώνες, ένα από τα τζάμια έπεσε
στο δωμάτιο και το απαίσιο ον εισέβαλε στον χώρο.
Χίμηξε καταπάνω της, την άρπαξε από τα μαλλιά με τα κοκαλιάρικα δάχτυλα
του και έμπηξε τα δόντια του στον λαιμό της.

Η νεαρή γυναίκα άφησε μια δυνατή στριγκλιά και στις σπαραχτικές φωνές της
προσέτρεξαν τα αδέρφια της να δουν τι της είχε συμβεί.
Έσπασαν την πόρτα της, που ήταν κλειδωμένη από μέσα και βρήκαν την αδερφή τους καταματωμένη και λιπόθυμη.

Ένας από τους αδερφούς της κυνήγησε τον βρυκόλακα, αλλά ο απέθαντος
ξέφυγε με γιγαντιαίες δρασκελιές, πήδησε τον τοίχο του γειτονικού
νεκροταφείου και χάθηκε από μπρος τους.
Αμέσως κάλεσαν γιατρό, ο οποίος πιστοποίησε την παράξενη δαγκωματιά και
αντιμετώπισε τις πληγές της με αντισηπτικά.

Η δεσποινίς Fisher νοσηλεύθηκε για δυο εβδομάδες σε κλινική κι έπειτα, οι
αδερφοί της την έστειλαν στην Ελβετία, για να συνέλθει από τον νευρικό
κλονισμό, που είχε υποστεί.

Όταν πέρασε το καλοκαίρι, η νεαρή κοπέλα είχε πια συνέρθει κι επέμενε να
επιστρέψει πίσω στο Croglin Grange, πιστεύοντας ότι το πάθημά της
οφείλονταν σε κάποιον φρενοβλαβή δραπέτη ψυχιατρείου.

Έτσι κι έγινε.
Οι δυο στοργικοί αδερφοί μεταφέρθηκαν στις γειτονικές κρεβατοκάμαρες,
ώστε να βρίσκονται πάντα στο πλάι της, ενώ είχαν πάντοτε πάνω τους
πιστόλια, έτοιμοι να την προστατέψουν, ανά πάσα στιγμή, από κάθε κακό.

Ο χειμώνας πέρασε ήσυχα.
Αλλά, μια νύχτα του Μάρτη, η δεσποινίς Fisher ξύπνησε από έναν μυστηριώδη
θόρυβο στο παράθυρο της και είδε με φρίκη την ίδια αποκρουστική μορφή.
Με μάτια φωσφορίζοντα, ο βρυκόλακας πάσχιζε να βγάλει το τζάμι του φεγγίτη.
Η σπαραχτική κραυγή της, αυτή τη φορά, ξύπνησε αμέσως τα αδέρφια της, που τον κυνήγησαν μανιασμένα.
Τον είδαν να τρέχει προς την εκκλησία του κοιμητηρίου.
Τον πυροβόλησαν και μια σφαίρα τον βρήκε τελικά στο πόδι.
ΠαρΆ όλα αυτά, το τέρας ξέφυγε και πάλι, τρυπώνοντας σε μια κρύπτη ενός
παλαιού μνημείου μέσα στο νεκροταφείο.

Την επόμενη κιόλας μέρα, οι αδερφοί Fisher προσκάλεσαν όλους τους
περιοίκους και μπροστά τους, ξεσφράγισαν την κρύπτη.
Ένα αποτρόπαιο θέαμα ξεπρόβαλε.
Η κρύπτη ήταν γεμάτη από σπασμένα φέρετρα.
Ένα μόνο ήταν βγαλμένο κι ριγμένο στο πλάι.
Μέσα σε εκείνο το άθικτο φέρετρο, φάνηκε η ίδια απεχθής μορφή, κατάμαυρη
σαν μούμια πολυκαιρισμένη, που είχαν κυνηγήσει το προηγούμενο βράδυ.
Στην κνήμη του, ο απέθαντος έφερε μια νωπή πληγή από σφαίρα πιστολιού.

Πείσθηκαν όλοι ότι επρόκειτο για βρυκόλακα και πήραν την απόφαση να τον κάψουν αμέσως.


Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 12/04/1928…



Η εκκλησία και το κοιμητήριο του Croglin, που συνορεύει με την έπαυλη του Croglin



Η κρύπτη του νεκροταφείου του Croglin



Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #57  
Παλιά 15-12-19, 19:16
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Οι απαρχές του θρύλου του βρυκόλακα…

Από τους πιο άτυχους ήρωες του Τρωικού Πολέμου στάθηκε ο Πρωτεσίλαος από τη Φυλάκη της Θεσσαλίας.
Από τη δεύτερη κιόλας μέρα του γάμου του, αναγκάστηκε νΆ αφήσει τη γυναίκα
του και νΆ ακολουθήσει τους Έλληνες στην εκστρατεία.

Έτυχε να είναι ο πρώτος που αποβιβάστηκε στην τρωική γη και σκοτώθηκε
αμέσως, χωρίς να προφτάσει να πολεμήσει.
Αναφέρεται μάλιστα πως ο χρησμός που πρόλεγε το θάνατο όποιου θα πηδούσε
πρώτος στην τρωική γη, είχε γίνει γνωστός και γιΆ αυτό, όταν ο ελληνικός
στόλος έφτασε εκεί, κανένας ήρωας δεν αποκοτούσε να κάνει την αρχή και να
πηδήσει από το πλοίο στη στεριά.

Και τότε, ο Οδυσσέας έκανε μια από τις συνηθισμένες του πονηριές:
αποφάσισε τάχα να πηδήσει πρώτος αυτός, πρόλαβε όμως και πέταξε την
ασπίδα του στην αμμουδιά και έτσι έπεσε πάνω της, χωρίς να έρθει σε άμεση επαφή με το χώμα.
Με τον τρόπο αυτό, ξεγελάστηκε ο Πρωτεσίλαος και πήδησε δεύτερος, για να
βρει αμέσως το θάνατο, αφού ουσιαστικά αυτός ήταν ο πρώτος που πατούσε την τρωική γη.

Τον Πρωτεσίλαο τον ξέρει ο Όμηρος, που χωρίς να μιλά ρητά για τον χρησμό,
αναφέρει για τον ήρωα πως στάθηκε ο πρώτος νεκρός του τρωικού πολέμου.
Θυμάται και τη γυναίκα του, που απέμεινε έρημη μέσα στο μισοτελειωμένο
σπιτικό τους να δέρνεται όλη μέρα και να ξεσκίζει τα μάγουλά της στη θύμιση του άντρα της.

Την ιστορία του άτυχου ήρωα την είχαν και τα Κύπρια, ένα χαμένο για μας
σήμερα έπος, που ιστορούσε την αρχή και τα πρώτα χρόνια του τρωικού πολέμου.

Όπως για τον Πρωτεσίλαο, που πήδησε πρώτος το ξένο χώμα και γιΆ αυτό
έπρεπε να πεθάνει, το ίδιο ιστορούν για τον Εχίονα ότι ύστερα από δέκα
χρόνια, όταν ήταν να παρθεί πια η Τροία, πήδησε πρώτος από τον Δούρειο
Ίππο, όπου ήταν κλεισμένος με τους άλλους Έλληνες και σκοτώθηκε.

Και στις δύο περιπτώσεις κρύβεται μία πρωτόγονη λαϊκή πίστη, ότι όποιος
πατάει πρώτος μια ξένη χώρα, όποιος μπαίνει πρώτος σΆ ένα σπίτι, όποιος
ανοίγει πρώτος ένα δρόμο κλπ, είναι αφιερωμένος στο θάνατο.
ΓιΆ αυτό, και σήμερα ακόμα σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης, το καινούριο σπίτι
δεν το πατάει άνθρωπος, παρά αφού αφήσουν να μπει μέσα ένας σκύλος ή μια γάτα ή ένας κόκορας.

Η ιστορία, όμως, του Πρωτεσίλαου δεν τελειώνει με το θάνατό του.
Ο ήρωας αναφέρεται πως ξαναγύρισε για λίγο στον πάνω κόσμο.
Το θέμα της προσωρινής αναβίωσης το βρίσκουμε για πρώτη φορά στην τραγωδία “Πρωτεσίλαος” του Ευριπίδη.
Από το έργο αυτό του τραγικού ποιητή σώζονται σήμερα ελάχιστα αποσπάσματα.
ΣΆ αυτό, η γυναίκα του ήρωα, η Λαοδάμεια, μόλις φτάνει από την Τροία η
είδηση του θανάτου του, κλείνεται στην κάμαρά της και αρχίζει να τιμάει με
διονυσιακή λατρεία ένα κέρινο ομοίωμα του άντρα της.

Ο πατέρας της, ο ΅Ακαστος, θέλει να την ξαναπαντρέψει, εκείνη όμως μένει πιστή στη θύμιση του Πρωτεσίλαου.

Κάποια μέρα, ένας δούλος την παραμονεύει από τη σχισμάδα της πόρτας και
καθώς τη βλέπει νΆ αγκαλιάζει την κούκλα, νομίζοντας ότι η Λαοδάμεια κρύβει
κάποιον πραγματικό άντρα, την καταγγέλει στον πατέρα της πως έχει εραστή.
Εκείνος τρέχει αμέσως να την πιάσει.
Όταν όμως καταλαβαίνει το λάθος του δούλου, δοκιμάζει να κάψει την κέρινη
κούκλα για να γλυτώσει την κόρη του από το μάταιο αυτό πάθος, χωρίς όμως
και να κατορθώσει να νικήσει την αντίστασή της.

Στο μεταξύ, είναι και ο Πρωτεσίλαος που βασανίζεται στον Κάτω Κόσμο από
τον έρωτά του για τη Λαοδάμεια, που μόνο μία μέρα του είχε δοθεί για να τη
χαρεί. Αναγκάζεται, λοιπόν, να παρουσιαστεί στον Πλούτωνα και να του
ζητήσει τη μεγάλη χάρη νΆ ανέβει για λίγο πάλι στον Πάνω Κόσμο, κοντά στη γυναίκα του.
Πραγματικά, η άδεια τού δίνεται και ο Πρωτεσίλαος παρουσιάζεται ξαφνικά
μπροστά στη Λαοδάμεια, που φυσικά νομίζει πως ο άντρας της γύρισε από την
Τροία ζωντανός και πως η είδηση ότι είχε σκοτωθεί, ήταν ψεύτικη.

Όταν όμως η σύντομη άδεια του ήρωα τελειώνει και πρέπει να ξαναγυρίσει
στον ¶δη, αναγκάζεται να της τα φανερώσει όλα.
Στο τέλος την παρακαλεί, επειδή δε μπορεί να βαστάξει το χωρισμό της, να
τον ακολουθήσει στον Κάτω Κόσμο κι εκείνη, δίχως αντίρρηση, σκοτώνεται.


Στην ιστορία αυτή, πολλά είναι τα στοιχεία που μας πείθουν ότι το τελευταίο,
τουλάχιστο, μέρος δε μπορεί να είναι επινόηση του Ευριπίδη.
μία παραλλαγή, μάλιστα, που παρουσιάζει τη Λαοδάμεια να πεθαίνει στην
αγκαλιά του άντρα της, μας δείχνει που πρέπει να αναζητήσουμε την αρχή της μυθοπλασίας αυτής:
έχουμε να κάνουμε με μία παλιά ιστορία βρυκολάκων.
Ο νεκρός βρυκόλακας έρχεται στη γη, ενώνεται με τη γυναίκα του και έπειτα,την παίρνει μαζί του στον Κάτω Κόσμο.
Μία τέτοια δεισιδαίμονη πίστη βρίσκεται διαδεδομένη σε όλους τους λαούς της γης.
Υπάρχει μία Ινδιάνικη παράδοση από τη Νότια Αμερική, που θυμίζει τον Ευριπίδειο μύθο:

Κάποτε μία συντροφιά από Αροβάκους ξεκίνησε να πάει σε μία άλλη πολιτεία από το Πομερούν που έμεναν.
Στο δρόμο όμως τους επιτέθηκαν και τους σκότωσαν.
Ήταν όλοι τους παντρεμένοι και τις γυναίκες τους τις είχαν αφήσει στην πατρίδα τους.
Αργότερα, οι γυναίκες αυτές ξαναπαντρεύτηκαν, η μία ύστερα από την άλλη,
εκτός από μία, που απαρηγόρητη προτίμησε να ζήσει στη χηρεία της, με τα δυο της ορφανά.
Μια μέρα, έτυχε να λείπει όλο το χωριό σΆ ένα πανηγύρι εκεί κοντά και η χήρα είχε απομείνει μονάχη.
Όταν πήρε να νυχτώσει, άκουσε από τον ποταμό κάποιον που έπαιζε φλογέρα
και καθώς γνώρισε το παίξιμο του άντρα της, είπε στο παιδί της:
“Αυτό το παίξιμο είναι του πατέρα σου.
Μπορεί να γλύτωσε αυτός και να μην έχει σκοτωθεί.
” Πραγματικά, ήταν του άντρα της, που είχε όμως βρυκολακιάσει και τώρα γύρευε να γυρίσει στο σπίτι του.
Στη συνέχεια της ιστορίας αυτής ο βρυκόλακας έρχεται σπίτι του και πλαγιάζει.
Εκείνη μόλις καταλαβαίνει πως έχει ζωντανό άνθρωπο κοντά της, το βάζει στα πόδια.
Μα, ο βρυκόλακας την κυνηγάει και μολονότι δεν κατορθώνει να την πιάσει, ο σκοπός του εκπληρώνεται:
η γυναίκα σε λίγες μέρες αρρωσταίνει και πεθαίνει.

Η πίστη ότι η φυσική ένωση ενός βρυκόλακα με τη γυναίκα του προκαλεί
άμεσα και το δικό της θάνατο, είναι διαδεδομένη σε όλο τον κόσμο.


Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, στις 16/01/1949…



Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #58  
Παλιά 22-12-19, 13:39
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή Βρυκόλακας στην περιοχή της Σερβίας.

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Βρυκόλακας στην περιοχή της Σερβίας.

Τα γνωρίσματα των βρυκολάκων ήταν λίγα, αλλά φανερά.
Τα πτώματά τους διατηρούνταν σώα και ακέραια μετά την ταφή τους, ενώ τα
μέλη τους παρέμεναν συνήθως εύκαμπτα και τα μάτια τους, ανοιχτά.
Ακόμη, τα μαλλιά, τα γένια και τα νύχια τους εξακολουθούσαν να μεγαλώνουν.
Μερικοί βρυκόλακες αναγνωρίζονταν από το τρίξιμο, που ακουγόταν μες στο
μνήμα τους, καθώς μασούσαν οτιδήποτε τους περιστοίχιζε.
Κι όταν δεν έβρισκαν τίποτε άλλο να φάνε, έτρωγαν τις ίδιες τις σάρκες τους.
Οι εμφανίσεις των βρυκολάκων συνήθως σταματούσαν, όταν τους ξέθαβαν,
τους έκοβαν τα κεφάλια κι έκαιγαν το σώμα τους.

Υπήρχε, ωστόσο, ένα παράδοξο γιατρικό.
Ο άνθρωπος, του οποίου το αίμα απομυζούσε ο βρυκόλακας, για να γλιτώσει
από το μαρτύριό του, έπρεπε να αφαιρέσει αίμα από τις φλέβες του, να το
ανακατέψει με χώμα παρμένο από τον τάφο του απέθαντου και να ραντιστεί με αυτό.

Οι πληγές που άφηνε ο νεκροζώντανος επάνω στο σώμα του θύματός του
ήταν μικρές, γαλαζωπές ή κόκκινες κηλίδες, όμοιες περίπου με τα σημάδια που
αφήνει στους ανθρώπους η βδέλλα.

Ένας Ισπανός χρονογράφος του Μεσαίωνα είχε καταγράψει μια συγκλονιστική
περίπτωση βρυκόλακα στην περιοχή της Σερβίας.


Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1725, ένας γέρος εβδομήντα ετών, που τον
έλεγαν Petar Blagojevich, από το χωριό Κιζίλοβα, πέθανε ξαφνικά, αφήνοντας πίσω του έναν μοναχογιό.
Τρεις μέρες μετά την κηδεία του, ο νεκρός παρουσιάστηκε τη νύχτα στον γιο
του και του γύρεψε να φάει.
Αφού του έδωσε ό,τι ζητούσε, ο πεθαμένος έφαγε με λαιμαργία κι έπειτα,
εξαφανίστηκε μες στο σκοτάδι.
Όταν ξημέρωσε, ο γιος του γέρου πήγε στους γείτονές του και τους
διηγήθηκε τρέμοντας το περιστατικό, το οποίο, παρά τις διαβεβαιώσεις του,
τούς φάνηκε απίστευτο.

Την τρίτη νύχτα, ξαναφάνηκε ο αποθανών, ζητώντας και πάλι τροφή.
Δεν είναι γνωστό εάν ο γιος του τού έδωσε να φάει ή όχι. Πάντως, το πρωί, ο
δύσμοιρος, βρέθηκε κι αυτός νεκρός, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του.

Την ίδια εκείνη μέρα, αρρώστησαν ακόμα οκτώ άτομα από το χωριό, που
πέθαναν κι αυτά μέσα σε λίγες μέρες, το ένα μετά το άλλο, χωρίς καμία προφανή αιτία.
Οι άρχοντες του τόπου, μόλις πληροφορήθηκαν τα διατρέξαντα, ανέφεραν το
γεγονός στον δικαστή της περιφέρειας, ο οποίος απέστειλε στην Κιζίλοβα δυο
αξιωματικούς κι έναν δήμιο, προς διενέργεια ανακρίσεως σχετικά με την υπόθεση.

Επακολούθησε το άνοιγμα των τάφων εκείνων που είχαν πεθάνει ανεξήγητα
και είχαν θαφτεί πριν από εβδομάδες, χωρίς να παρατηρηθεί τίποτα το αξιοσημείωτο.

Όταν, όμως, έφτασαν στο μνήμα του γέρο-χωρικού Petar Blagojevich, τον βρήκαν με τα μάτια ορθάνοιχτα να τους κοιτάζει.
Το χρώμα του προσώπου του ήταν ρόδινο, τα μαλλιά του και τα γένια του
είχαν μεγαλώσει και, αν και παρουσίαζε πλήρη νεκρική ακαμψία, η αναπνοή του ήταν φυσικότατη!
Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι ο Petar Blagojevich είχε γίνει βρυκόλακας.

Για να τον εξορκίσει, λοιπόν, ο δήμιος, έμπηξε στην καρδιά του έναν πάσσαλο, άναψαν φωτιά και έκαψαν τη σορό του.
Η υπόθεση του βρυκόλακα Blagojevich είχε επιβεβαιωθεί από Αυστριακούς Αξιωματούχους της περιοχής.


Αυστριακό έγγραφο που αναφέρεται στην περίπτωση του Petar Blagojevich

Συνεχίζεται...

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #59  
Παλιά 22-12-19, 14:23
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Συνέχεια.....

Μια άλλη παρόμοια περίπτωση ήταν αυτή του αρματολού Arnold Paole, από το
χωριό Meduegna της Σερβίας, όπου το 1726 σκοτώθηκε σε μια συμπλοκή.
Λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του, είχε πέσει στα μιαρά χέρια ενός βρυκόλακα,
κοντά στα σύνορα της Σερβίας και είχε υποστεί τα πάνδεινα, μέχρι να καταφέρει να του ξεφύγει.

Τριάντα μέρες ακριβώς από την ταφή του Arnold Paole, ξέσπασε μια ολέθρια
επιδημία μυστηριωδών θανάτων, κατά την οποία 17 συγχωριανοί του
απεβίωσαν, φέροντας παράδοξα σημάδια στον λαιμό τους και παρουσιάζοντας
ενδείξεις στραγγαλισμού.

Ο διοικητής της περιοχής, στον οποίον αναφέρθηκαν τα παραπάνω, διέταξε
την άμεση εκταφή του πτώματος του Arnold Paole και την ενδελεχή εξέτασή
του από γιατρό, σαράντα μέρες μετά τον ενταφιασμό του.

Αφού τον ξέθαψαν, είδαν κατάπληκτοι και συγκλονισμένοι πως τα μαλλιά, τα
γένια και τα νύχια του είχαν μεγαλώσει και ότι από τις φλέβες του έτρεχε
διαρκώς αίμα στο σάβανο, με το οποίο ήταν τυλιγμένος.
Έτσι, του έμπηξαν έναν πάσσαλο στην καρδιά και ο βρυκολακιασμένος Paole
έβγαλε μια δυνατή, φρικιαστική κραυγή, που τους πάγωσε από τον τρόμο.

Τα ίδια έγιναν και με τέσσερις άλλους νεκρούς, για να μη μεταμορφωθούν κι εκείνοι σε απέθαντα δαιμόνια.
Μάλιστα, σε διάστημα τριών μηνών, προσεβλήθησαν και θανατώθηκαν
δεκαεφτά άνθρωποι κάθε ηλικίας από τον υποχθόνιο νεκροζώντανο.



Arnold Paole

Μια γυναίκα, λίγες μέρες πριν ξεψυχήσει, ξύπνησε κατά τα μεσάνυχτα,
τρέμοντας ολόκληρη από τον πανικό, ισχυριζόμενη ότι της είχε επιτεθεί στον
ύπνο της ένας νεκρός γείτονάς της και αποπειράθηκε να την αρπάξει απΆ τον λαιμό.
Επιπλέον, είχε εξακριβωθεί ότι ο βρυκόλακας Arnold Paole είχε επιτεθεί και σε
πολλά ζώα, τα οποία τα είχε σκοτώσει κι αυτά.

Ένας ακόμη βρυκόλακας φαίνεται πως υπήρξε στο χωριό Βαρμπόσκα της Βουλγαρίας, το 1816.
Ένας περιηγητής έγραφε πως μόλις έφτασε στο συγκεκριμένο χωριό μες στη
νύχτα, τον φιλοξένησε ένας πλούσιος προύχοντας, ονομαζόμενος Πογλονόβιτς.
Ο αρχοντοχωριάτης αυτός είχε μιαν όμορφη και νέα γυναίκα, αλλά και μια
πολύ χαριτωμένη κόρη, δεκαέξι μόλις ετών.

Μόλις τελείωσε το δείπνο τους, οι γυναίκες αποχώρησαν και ο περιηγητής με
τον οικοδεσπότη απόμειναν να συζητούν.
Έξαφνα, η συνομιλία τους διακόπηκε από σπαρακτικές κραυγές, που
προέρχονταν από τον κοιτώνα των γυναικών.
Οι δυο άντρες, που κατέφτασαν τρέχοντας, αντίκρισαν ένα οικτρό θέαμα.
Η οικοδέσποινα, ωχρή και λυσίκομη, κρατούσε στην αγκαλιά της την κόρη της,
που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και φώναζε έντρομη:
“Ένας βρυκόλακας! Ένας βρυκόλακας! Η δύσμοιρη κορούλα μου!”

Όταν, ύστερα από πολλές προσπάθειες, κατόρθωσαν να τη συνεφέρουν, τούς
διηγήθηκε η νεαρή κοπέλα πως είχε δει εντελώς ξαφνικά έναν άνθρωπο
κατάχλομο, τυλιγμένο με σάβανα, να μπαίνει μέσα από το παράθυρό της.

Ευθύς, ρίχτηκε επάνω της με παράφορη ορμή και τη δάγκωσε στον λαιμό, προσπαθώντας να την πνίξει.

Πιθανώς φοβήθηκε από τις φωνές της κοπέλας και τράπηκε σε βεβιασμένη
φυγή, πριν προλάβει να ολοκληρώσει το ειδεχθές έργο του.

Αν και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του νυχτερινού εισβολέα δε φάνηκαν
καθαρά, η σοκαρισμένη θυγατέρα, εν τούτοις, νόμισε ότι αναγνώρισε κάποιον
συγχωριανό της, που, όμως, είχε πεθάνει δέκα μέρες πριν.

Οι γονείς της, τότε, φρόντισαν να κρεμάσουν στο σπίτι όσα φυλαχτά διέθεταν.
Η υπόλοιπη νύχτα κύλησε με ανησυχία και ταραχή.

Μόλις ξημέρωσε, όλοι οι άντρες του χωριού, αφού ενημερώθηκαν για το
γεγονός, οπλίστηκαν με τουφέκια και χαντζάρια, οι γυναίκες με πυρωμένα
σίδερα, τα παιδιά με ραβδιά και κατευθύνθηκαν σύσσωμοι προς το
νεκροταφείο, με ξεφωνητά και κατάρες εναντίον του νεκρού συγχωριανού τους.
Μόλις σήκωσαν το σκέπασμα του φέρετρου, έριξαν πάνω στο κεφάλι του με
μιας τουλάχιστον είκοσι πυροβολισμούς, που το διέλυσαν, σκορπίζοντας
ολόγυρα τα μακάβρια κομμάτια.

Συγχρόνως, ο πατέρας και οι στενοί συγγενείς της κοπέλας άρχισαν να
χτυπούν με μανία τον νεκρό με τα πλατύστομα μαχαίρια τους, ενώ οι γυναίκες
έβαφαν στο αίμα του ένα πανί, για να τρίψουν ύστερα με αυτό τον λαιμό της
άρρωστης, ώστε να ιαθεί.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 03/04/1932…



Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
  #60  
Παλιά 27-12-19, 20:38
Το avatar του χρήστη AVATARGR-1
AVATARGR-1 Ο χρήστης AVATARGR-1 δεν είναι συνδεδεμένος
Senior Member
 
Εγγραφή: 31-12-2013
Περιοχή: ΑΘΗΝΑ
Μηνύματα: 2.132
Προεπιλογή

Φίλοι μου καλησπέρα σας.

Ο βρυκόλακας της Μονμάρτης…

Στο Παρίσι του 1868, στους πρόποδες του λόφου της Μονμάρτης, ζούσε μια
ώριμη γυναίκα, που ωστόσο όλοι θαύμαζαν για το νεανικό και ζωηρό της
παράστημα και εκτιμούσαν για τον καλό κι ευγενικό χαρακτήρα της.

Το περίεργο ήταν ότι η καθΆ όλα έντιμη, αξιοσέβαστη και υγιέστατη κυρία είχε
την ατυχία να χάνει τη μια ύστερα από την άλλη, όλες τις υπηρέτριές της.
Οι νέες αυτές κοπέλες έφταναν από τα χωριά τους γελαστές και
ροδοκόκκινες, αλλά πριν περάσει πολύς καιρός γίνονταν κάτωχρες, αδυνάτιζαν
τόσο, ώσπου σέρνονταν.

Οι έμποροι της γειτονιάς, που συναλλάσσονταν μαζί τους, δε μπορούσαν να
καταλάβουν τα αλλεπάλληλα αυτά κρούσματα, γνωρίζοντας ότι η καλή κυρία
δεν τσιγκουνευόταν στο ζήτημα της διατροφής, ψωνίζοντας πάντα το
καλύτερο και σε μεγάλες ποσότητες.
Το αίνιγμα παρέμενε άλυτο και τροφοδοτούσε τα κουτσομπολιά της γειτονιάς.

Η αλήθεια δεν άργησε να φανεί.
Μια γεροδεμένη χωριατοπούλα, που άστραφτε ολόκληρη από υγεία και
ζωντάνια, λίγο καιρό μετά την πρόσληψή της, άρχισε να παρουσιάζει τα ίδια φαινόμενα.
Ο πατέρας της, ένας αμαξάς, πληροφορήθηκε για την κακή κατάσταση της
κόρης του, αλλά και για όλες τις κοπέλες που είχαν προηγηθεί.
Ετσι, αποφάσισε να πάει στην αστυνομία, για να καταγγείλει το γεγονός.

Συνοδευόμενοι από έναν γιατρό, μια ομάδα αστυνομικών επισκέφτηκαν το καταραμένο σπίτι.
Τους υποδέχθηκε η ευγενική κυρία, κατάπληκτη και απορημένη για την
απρόσμενη επίσκεψη της αστυνομίας. “θα πρέπει να κάνατε λάθος στη διεύθυνση”, τους είπε.

Μα, εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε μπροστά τους η νεαρή υπηρέτρια, κόρη του ανήσυχου αμαξά.
Το κέρινο πρόσωπό της και τα άτονα χαρακτηριστικά της επιβεβαίωναν τον φυσικό μαρασμό που βίωνε.
Αμέσως την ανέλαβε ο γιατρός κι αφού την εξέτασε ενδελεχώς, στράφηκε στον αστυνόμο και του είπε:
“Να συλλάβετε αυτή τη γυναίκα.
Είναι μια γυναίκα-βρυκόλακας!
Δείτε και μόνος σας τα αποκαλυπτικά σημάδια στον λαιμό της κοπέλας.
Αυτό το τέρας τής πίνει το αίμα!”


Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, στις 09/09/1966…

free image hosting no sign up

Ευχαριστώ.
__________________
ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ....
Το αληθινό νόημα της φώτισης είναι να κοιτάς όλη τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια [Καζαντζάκης Νίκος]
Απάντηση με παράθεση
Απάντηση στο θέμα

Εργαλεία Θεμάτων
Τρόποι εμφάνισης

Δικαιώματα - Επιλογές
Δεν μπορείτε να προσθέσετε νέα threads
Δε μπορείτε να απαντήσετε
Δεν μπορείτε να προσθέσετε συνημμένα
Δεν μπορείτε
BB code είναι σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι εκτός λειτουργίας



Όλες οι ώρες είναι GMT +2. Η ώρα τώρα είναι 18:53.


Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.4
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.